- δουλοπρεπῶς
- δουλοπρεπήςbefitting a slaveadverbial (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κάνω — και κάμνω (AM κάμνω, Μ και κάνω) κατασκευάζω, δημιουργώ, φτειάχνω (α. «δεν τήν έκανες καλά τη βιβλιοθήκη» β. «οὐδ ἄνδρες νηῶν ἔνι τέκτονες, οἵ κε κάμοιεν νῆας ἐϋσσέλμους», Ομ. Οδ.) νεοελλ. 1. επιχειρώ κάτι, προσπαθώ ή αρχίζω μια ενέργεια (α.… … Dictionary of Greek
καθυποσαίνω — (Μ) επιτατ. τού υποσαίνω*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ὑπο σαίνω «κουνώ την ουρά, φέρομαι δουλοπρεπώς»] … Dictionary of Greek
υπερσυμβιβαστικότητα — η, Ν (ψυχολ.) στάση ατόμου που είναι υπέρμετρα υποχωρητικό στις απαιτήσεις τής κοινωνίας, ακολουθεί πιστά τους κοινωνικούς θεσμούς και φέρεται δουλοπρεπώς στα άτομα που έχουν εξουσία. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. επιστημον. όρου, πρβλ. αγγλ.… … Dictionary of Greek
Μεταστάσιο ή Μεταστάζιο — (Pietro Metastasio, Ρώμη 1698 – Βιέννη 1782). Φιλολογικό ψευδώνυμο του Ιταλού ποιητή Πιέτρο Ντομίνικο Αρμάντο Τραπάσι (Pietro Dominico Armando Trapasi). Κηδεμόνας του ήταν ο Γκραβίνα, ο οποίος του κληροδότησε ένα μεγάλο μέρος της περιουσίας του… … Dictionary of Greek